- προδιερευνητής
- ὁ, ΝΜΑ [προδιερευνῶ]στον πληθ. οι προδιερευνητές και οἱ προδιερευνηταίέφιπποι ανιχνευτές, ισχυρά τμήματα ιππικού τών Βυζαντινών, τα οποία πορεύονταν μπροστά από το κύριο σώμα τής εκστρατείας για να εξερευνήσουν το έδαφος και να ανιχνεύσουν τις κινήσεις τών εχθρώνμσν.-αρχ.αυτός που στέλνεται μπροστά για κατόπτευση και ανίχνευση, ανιχνευτής («ὡς ἔγνω προσιόντας τοὺς προδιερευνητάς», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.